προσανατάσσειν

προσανατάσσειν
προσανατάσσω
draw up besides
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσανατάσσω — Α 1. διευθετώ, τακτοποιώ κάτι επί πλέον 2. επαναφέρω κάτι ακόμη στην αρχική του θέση («πέφυκε... προσανατάσσειν ἑαυτὰ τῇ ψυχῇ [τὰ πάθη]», Αρτεμίδ. Δαλδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνατάσσω «τοποθετώ κάτι στην αρχική του θέση, τακτοποιώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”